καταγωγίς

καταγωγίς
καταγωγίς
winding-mechanism
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταγωγίς — καταγωγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. σχοινί με το οποίο τεντωνόταν ο καταπέλτης 2. είδος γυναικείου ενδύματος («καὶ ἴδια δὲ γυναικῶν, ἐπωμίς... καταγωγίς, καὶ χιτών, πέπλος, καὶ τὰ ὅμοια», Πολυδ.) 3. επίθ. τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγίς… …   Dictionary of Greek

  • καταγωγίδα — καταγωγίς winding mechanism fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγωγίδος — καταγωγίς winding mechanism fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”